- παρακαταθήκῃ
- παρακαταθήκηdepositfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακαταθήκη — deposit fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… … Dictionary of Greek
αλκαλική παρακαταθήκη — Το σύνολο των βάσεων που διαθέτει ο οργανισμός μας για να εξουδετερώνει την παρουσία στο αίμα οξέων ισχυρότερων από το ανθρακικό … Dictionary of Greek
παρακαταθηκῶν — παρακαταθήκη deposit fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθῆκαι — παρακαταθήκη deposit fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθήκαις — παρακαταθήκη deposit fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθήκην — παρακαταθήκη deposit fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταθήκης — παρακαταθήκη deposit fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμανάτι — και αμανέτι, το 1. ενέχυρο, υποθήκη, παρακαταθήκη 2. πρόσωπο που εμπιστεύεται κανείς στη φροντίδα και επιμέλεια άλλου 3. (και μτφ. στη φράση) «έμεινα αμανάτι». [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. emanet «κατάθεση, παρακαταθήκη». ΠΑΡ. νεοελλ. αμανατιτζής] … Dictionary of Greek
μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… … Dictionary of Greek